χρησμ-ηγόρος

χρησμ-ηγόρος

χρησμ-ηγόρος, = χρησμηγόρας, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υμνηγόρος — ον, αρσ. και ὑμναγόρας, ὁ, Α αυτός που ψάλλει ύμνους, υμνωδός, υμνολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + ηγόρος / αγόρας (< ἀγορεύω), πρβλ. χρησμ ηγόρος, με έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • κρημνηγορώ — κρημνηγορῶ, έω (Α) μιλώ με απότομο και τραχύ τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + ηγορώ (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορώ, χρησμ ηγορώ. Το η (αντί α ) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • μυθηγορώ — μυθηγορῶ, έω (Α) πλάθω ή αφηγούμαι μύθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + ηγορῶ (< ήγορος < ἀγορεύω), πρβλ. χρησμ ηγορώ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”