- χρησμ-αγόρης
χρησμ-αγόρης, ὁ, = χρησμηγόρας, so heißt Apollo, Hymn. (IX, 525).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρησμ-αγόρης, ὁ, = χρησμηγόρας, so heißt Apollo, Hymn. (IX, 525).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαβραγόρης — λαβραγόρης, ου, ὁ (Α) ακράτητος στα λόγια, φλύαρος, απερίσκεπτος, θρασύς («οὐδὲ τί σε χρὴ λαβραγόρην ἔμεναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + αγόρης (< ἀγοράομαι «μιλώ»), πρβλ. υμν αγόρης, χρησμ αγόρης] … Dictionary of Greek