- χρησιμότης
χρησιμότης, ἡ, Brauchbarkeit, Nutzbarkeit, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρησιμότης, ἡ, Brauchbarkeit, Nutzbarkeit, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρησιμότητα — χρησιμότης usefulness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησιμότητι — χρησιμότης usefulness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησιμότητος — χρησιμότης usefulness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτωφελής — βροτωφελής, ές (Α) ωφέλιμος για τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + ωφελής < όφελος «χρησιμότης, ωφέλεια»] … Dictionary of Greek
χρησιμότητα — η / χρησιμότης, ητος, ΝΜΑ [χρήσιμος] η ιδιότητα τού χρήσιμου, τού ωφέλιμου νεοελλ. φρ. α) «χρησιμότητα και αξία» (οικον.) η ιδιότητα τών οικονομικών αγαθών να ικανοποιούν τις ανάγκες τού ανθρώπου β) «οριακή χρησιμότητα». βλ. οριακός … Dictionary of Greek
ՊԻՏԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0650 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c, 14c գ. χρησιμότης, τὸ χρήσιμον, χρεία, ὁφέλεια utilitas, commoditas χρῆσις usus. Պիտանի գոլն. պիտանալն. եւ օգտակարութիւն. լաւութիւն. եւ Վարումն ʼի պէտս. *Զերիս տունսն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)