- χρηστο-ήθης
χρηστο-ήθης, ες, gutmüthig, gutherzig, von guter Gesinnung, Arist. rhet. 2, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρηστο-ήθης, ες, gutmüthig, gutherzig, von guter Gesinnung, Arist. rhet. 2, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακήθης — κακήθης, ες (Α) κακοήθης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ηθης (< ἦθος), πρβλ. καλο ήθης, χρηστο ήθης] … Dictionary of Greek
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek
καλοήθης — όηθες (AM καλοήθης) αυτός που έχει καλό χαρακτήρα, αγαθός, ενάρετος, ηθικός ||νεοελλ. ιατρ. (για νόσημα, όγκο κ.λπ.) αυτός που παρουσιάζει ήπια μορφή, μη θανατηφόρος, ακίνδυνος, ευκολοθεράπευτος («καλοήθης όγκος») μσν. 1. αυτός που έχει λεπτά,… … Dictionary of Greek
λατινοήθης — λατινοήθης, ες (Μ) αυτός που ακολουθεί τα ήθη, τις συνήθειες τών Λατίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λατῖνος + ήθης (< ἦθος), πρβλ. κακο ήθης, χρηστο ήθης] … Dictionary of Greek