χρείω

χρείω

χρείω, ep. = χράω, χρέω, Orakel ertheilen, Od. 8, 79, h. Apoll. 396 u. sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρειώ — (I) όος και οῡς, ἡ, Α (επικ. τ.) βλ. χρεώ. (II) όω, Α [χρεία] 1. είμαι αναγκαίος για κάτι 2. απρόσ. χρειοῑ είναι ανάγκη …   Dictionary of Greek

  • χρειῶ — χρείζω want fut ind act 1st sg (attic epic doric) χρεώ want fem nom/voc/acc dual (epic doric aeolic) χρεώ want fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρειώ — χρεώ want fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρείω — χρεί̱ω , χρεῖος masc/fem/neut nom/voc/acc dual χρεί̱ω , χρεῖος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεώ — και επικ. τ. χρειώ, όος και οῡς, ἡ, και σπαν. τ. ουδ. χρεώ, τὸ, Α 1. χρεία, ανάγκη 2. στέρηση, έλλειψη 3. επιθυμία για κάτι 4. προφητεία, χρησμός («χρειὼ θεσπίζων μεταμώνιον», Ανθ. Παλ.) 5. ενασχόληση 6. μτφ. μοίρα 7. φρ. α) «χρειὼ γίγνεται [ή… …   Dictionary of Greek

  • κατεμπάζω — (Α) καταλαμβάνω («ὁπόταν χρειώ σε κατεμπάζῃ», Νίκ.) …   Dictionary of Greek

  • προγενέστερος — η, ο / προγενέστερος, τέρα, ον, ΝΑ [προγενής] (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι προγενέστεροι οι άνθρωποι που υπήρξαν πριν από εμάς, αυτοί που έζησαν σε παλαιότερες εποχές, οι πρόγονοι νεοελλ. 1. (κυρίως σε αντιδιαστολή προς το μεταγενέστερος και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”