- προ-κρατέω
προ-κρατέω, vorherrschen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κρατέω, vorherrschen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκεκρατημένοις — πρό κρατέω to be strong perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκεκρατημένος — πρό κρατέω to be strong perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκεκρατημένους — πρό κρατέω to be strong perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκεκρατῆσθαι — πρό κρατέω to be strong perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκεκρατήκαμεν — πρό κρατέω to be strong perf ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκεκρατήκεσαν — πρό κρατέω to be strong plup ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκεκράτητο — πρό κρατέω to be strong plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκράτησε — πρό κρατέω to be strong aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)