χρεμετισμός

χρεμετισμός

χρεμετισμός, , das Wiehern; Ar. Equ. 551; Plut. Sull. 27 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρεμετισμός — thunder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετισμός — ο, ΝΑ [χρεμετίζω] χλιμίντρισμα αρχ. μτφ. ισχυρός κρότος, ιδίως η βροντή …   Dictionary of Greek

  • χρεμετισμός — ο η ενέργεια του χρεμετίζω, το χλιμίντρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρεμετισμοῖς — χρεμετισμός thunder masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετισμοί — χρεμετισμός thunder masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετισμοῦ — χρεμετισμός thunder masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετισμούς — χρεμετισμός thunder masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετισμῶν — χρεμετισμός thunder masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετισμῷ — χρεμετισμός thunder masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετισμόν — χρεμετισμός thunder masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχαλέος — καρχαλέος, α, ον (Α) 1. ξερός («δίψη καρχαλέοι», Ομ. Ιλ.) 2. ορμητικός, άγριος («καρχαλέοι κύνες», Απολλ. Ρόδ.) 3. (για ήχο) τραχύς, οξύς («καρχαλέος χρεμετισμός», Νόνν.) [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών λ. κάρχαρος και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”