- χρεόν
χρεόν, ion. = χρεών, häufig bei Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρεόν, ion. = χρεών, häufig bei Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρεόν — τὸ, Α βλ. χρεών … Dictionary of Greek
χρεόν — χρεών that which must be neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρέον — χράω 2 proclaim pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) χράω 2 proclaim pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) χράω 2 proclaim pres part act masc voc sg (ionic) χράω 2 proclaim pres part act neut nom/voc/acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεών — και χρειών και ιων. τ. χρεόν, τὸ, Α 1. το δέον, το πρέπον, το αναγκαίο και, ειδικότερα: α) το διακηρυσσόμενο από το μαντείο β) το καθορισμένο από τη μοίρα, το πεπρωμένο γ) σπαν. ό,τι συμφέρει ή ό,τι είναι σωστό 2. (με σημ. επιρρ.) με δίκαιο τρόπο … Dictionary of Greek