χρεωστικός

χρεωστικός

χρεωστικός, dem Schuldner eigen, zukommend, ziemend, ihm ähnlich. – Adv. χρεωστικῶς als Schuldner, Schulden halber, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρεωστικός — ή, ό / χρεωστικός, ή, όν, ΝΜ [χρεώστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρέωση ή στον χρεώστη («χρεωστικό ομόλογο»). επίρρ... χρεωστικώς / χρεωστικῶς, ΝΜ, και χρεωστικά Ν νεοελλ. με χρέωση μσν. υποχρεωτικά («τιμήσωμεν αὐτὸν ὡς ἀληθινὸν πατέρα… …   Dictionary of Greek

  • χρεωστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρεώστη ή στο χρέος: Πήρε μια χρεωστική απόδειξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρεωστικώς — χρεωστικῶς, ΝΜ επίρρ. βλ. χρεωστικός …   Dictionary of Greek

  • χρωστανικός — ή, ό, Ν (διαλ. τ.) χρεωστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χρωστώ, κατά τα επίθ. σε αν ικός (< λ. με θ. σε αν ), πρβλ. πρυτ αν ικός, σατ αν ικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”