- χριστο-κτόνος
χριστο-κτόνος, Christus tädtend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χριστο-κτόνος, Christus tädtend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χριστοκτόνος — ον, Α εκκλ. αυτός που σκότωσε τον Χριστό, χριστοφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + κτόνος (< κτείνω «φονεύω, σκοτώνω»), πρβλ. πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek