- χριστο-τόκος
χριστο-τόκος, Christus gebährend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χριστο-τόκος, Christus gebährend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ιησουτόκος — Ἰησουτόκος, ἡ (Μ) αυτή που έτεκε τον Ιησού, η Παναγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιησούς + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. Θεο τόκος, Χριστο τόκος] … Dictionary of Greek
θαυμαστοτόκος — θαυμαστοτόκος, ον (Μ) (για το σώμα τής Θεοτόκου) αυτός που προκαλεί θαύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμαστός + τόκος (< τίκτω), πρβλ. Θεο τόκος, Χριστο τόκος] … Dictionary of Greek
σωτηριοτόκος — ἡ, ΜΑ (για την Παναγία) αυτή που γέννησε τον Σωτήρα, τον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωτήριος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θεο τόκος] … Dictionary of Greek