χριστιανός

χριστιανός

χριστιανός, , der Anhänger der christlichen Lehre, der Christ, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χριστιανός — Christian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριστιανός — I Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. X. A’ (1425 – 1481). Γιος του δούκα του Ολδεμβούργου. Μετά τον θάνατο του Χριστόφορου Γ’ έγινε βασιλιάς της Δανίας και το 1450 της Νορβηγίας. Η Σουηδία αντίθετα, αν και υπαγόταν επίσης στο στέμμα της Δανίας, δεν… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανός — ή, ό 1. αυτός που πιστεύει στο Χριστό, ο οπαδός του Χριστού και της διδασκαλίας του: Είναι χριστιανός ορθόδοξος. 2. φρ., «Tι θέλει αυτός ο χριστιανός;», δυσφορία για πρόσωπο που έχει καταντήσει ενοχλητικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χριστιανός — Χριστιᾱνός , Χριστιανός Christian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χάουγκβιτς, Χριστιανός - Αύγουστος - Ερρίκος - Κουρτ — (Haugwitz, 1752 – 1831). Πρώσος πολιτικός. Διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών (1792) και πρωθυπουργός (1794). Διαπραγματεύτηκε με τη Ρωσία και την Αυστρία τη δεύτερη διανομή της Πολωνίας (1793) και με τη Γαλλία υπέγραψε τη συνθήκη της Βασιλείας (1794) …   Dictionary of Greek

  • ομολογητής — Χριστιανός, που εξαιτίας της ομολογίας της χριστιανικής του πίστης διώχτηκε και βασανίστηκε αλλά, παρά το γεγονός αυτό, κατόρθωσε τελικά να επιζήσει. Η εκκλησία, εκτός από τους μάρτυρες που πέθαναν από τους διωγμούς και τα βασανιστήρια, τιμά και… …   Dictionary of Greek

  • Αβήπας ή Αβίπας — Χριστιανός μάρτυρας. Μαρτύρησε μαζί με άλλους 26 στην Κονστάντσα της Ρουμανίας τον 4ο αι. μ.Χ., όταν o Γότθος βασιλιάς Ιουγγουρίχος, φανατικός ειδωλολάτρης και κύριος της περιοχής, διέταξε να βάλουν φωτιά και να κάψουν τον ναό, στον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανοῖς — χριστιανός Christian masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριστιανοῖσιν — χριστιανός Christian masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριστιανοί — χριστιανός Christian masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριστιανοῦ — χριστιανός Christian masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”