- χριστό-ληπτος
χριστό-ληπτος, von Christus ergriffen, begeistert, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χριστό-ληπτος, von Christus ergriffen, begeistert, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χριστόληπτος — και χριστόλημπτος, ον, ΜΑ εκκλ. αυτός που κατέχεται από τον Χριστό, που καταλαμβάνεται από έμπνευση προερχόμενη από τον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. θεό ληπτος. Για τον δ. τ. χριστό λημπτος πρβλ. τα σύνθ. σε… … Dictionary of Greek