πολύαμμος — ον, Α αυτός που έχει άφθονη άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄμμος (πρβλ. χρύσ αμμος)] … Dictionary of Greek
χρύσαμμος — ον, Α 1. αυτός που παρασύρει μαζί του χρυσή άμμο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρύσαμμος χρυσή άμμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄμμος] … Dictionary of Greek