χρόμις

χρόμις

χρόμις, , ein Meerfisch, weil er einen knarrenden Laut von sich gegeben haben soll (vgl. die Vorigen und χρέμω); Numen. u. Archestr. bei Ath. VII, 328 a; Arist. H. A. 4, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Χρόμις — fish fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρόμις — ιος, ο, ΝΑ, και τ. θηλ. χρόμις, ἡ, Α νεοελλ. παλαιότερη λόγια ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων αρχ. το γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία ψάρι μυλοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω* + κατάλ. ις (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • Χρόμιν — Χρόμις fish fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρομίδες — οι, Ν ζωολ. παλαιότερη ονομασία οικογένειας ιχθύων, με τυπικό εκπρόσωπο το γένος χρόμις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chromidae (< χρόμις) + κατάλ. idae (< ίδες)] …   Dictionary of Greek

  • Pogonias — Schwarzer Trommler Systematik Teilklasse: Echte Knochenfische (Teleostei) Ordnung: Barschartige (Perciformes) Unterordnung: Echte Barsche (Percoidei) …   Deutsch Wikipedia

  • Pogonias cromis — Schwarzer Trommler Systematik Teilklasse: Echte Knochenfische (Teleostei) Ordnung: Barschartige (Perciformes) Unterordnung: Echte Barsche (Percoidei) …   Deutsch Wikipedia

  • Schwarzer Trommler — (Pogonias cromis) Systematik Barschverwandte (Percomorpha) Ordnung: Barschartige (Perciformes) …   Deutsch Wikipedia

  • Chromis [4] — CHROMIS, is, Gr. Χρόμις, ιος, des Midons Sohn, ein Heerführer der Mysier, welche unter ihm und dem Ennomus dem Priamus nach Troja zu Hülfe kamen. Homer. Il. Β. v. 859. & Dictys Cret. lib. II. c. 35 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • σκίαινα — η, ΝΑ, και σκιαινίς και δ. αν. σκινίς, ίδος, Α νεοελλ. γένος περκόμορφων ιχθύων τής οικογένειας σκιαινίδες και λόγια ονομασία ψαριών που είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες μυλοκόπι, κρανιός και καλιακούδα ή σικιός αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού… …   Dictionary of Greek

  • χρέμης — ὁ, Α 1. είδος θαλάσσιου ψαριού, πιθ. ο χρόμις* 2. ως κύριο όν. Χρέμης (στον Αριστοφ.) κωμικό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρεμ τού ρ. χρεμετίζω* + κατάλ. ης, ητος (πρβλ. πλάν ης)] …   Dictionary of Greek

  • χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”