χρωμάτινος

χρωμάτινος

χρωμάτινος, gefärbt, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρωμάτινος — coloured masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωμάτινος — ίνη, ον, Μ χρωματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῶμα, ατος + κατάλ. ινος (πρβλ. δερμάτ ινος, ὑδάτ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • χρωματίνην — χρωμάτινος coloured fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωμάτιναι — χρωμάτινος coloured fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ …   Dictionary of Greek

  • στιλβαίος — Α χρωμάτινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω + κατάλ. αῖος (πρβλ. στρεψ αῖος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”