- χρωτίδιον
χρωτίδιον, τό, dim. von χρώς, Cratin. im E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρωτίδιον, τό, dim. von χρώς, Cratin. im E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρωτίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωτίδιον — τὸ, Α μαλακή, τρυφερή επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώς, χρωτός + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σωλην ίδιον)] … Dictionary of Greek
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek