χρωστήρ

χρωστήρ

χρωστήρ, ῆρος, ὁ, der färbt, abfärbt, χρωστὴρ μόλυβος, der Bleistift, Iul. Aeg. 11 (VI, 68).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρωστήρ — that which colours masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωστῆρι — χρωστήρ that which colours masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωστήρας — ο / χρωστήρ, ῆρος, ΝΜΑ νεοελλ. εργαλείο για βάψιμο, κν. πινέλο, βούρτσα μσν. αρχ. ως επίθ. αυτός που μπορεί να χρωματίσει («χρωστὴρ μόλυβος» το κοντύλι, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρωσ τού ρ. χρώννυμι* (πρβλ. παθ. παρακμ. κέ χρωσ μαι) + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”