φῦσιγξ — blister fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσιγξ — ἡ, Α βλ. φύσιγγα … Dictionary of Greek
φυσίγγη — η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) στρ. 1. σακουλάκι με πυρίτιδα για το γέμισμα τών παλαιών πυροβόλων 2. βλήμα πυροβόλου, κάλυκας με το γέμισμα και τη βολίδα αρχ. η φῦσιγξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. φῦσιγξ, κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε η] … Dictionary of Greek
κύστιγξ — κύστιγξ, ιγγος, ἡ (Α) υποκορ. τού κύστις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύστις + εκφραστικό επίθημα ιγξ, ιγγ ος, κατά το φύσιγξ] … Dictionary of Greek
φαύσιγξ — αύσιγγος, και φαύστιξ, ιγγος, ἡ, Α 1. φουσκάλα από έγκαυμα και, γενικά, κάθε είδους φλύκταινα ή εξόγκωμα τού δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῑς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει να συνδεθεί … Dictionary of Greek
φούιγξ — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «φύσιγξ» … Dictionary of Greek
φυσίγγιο — το, Ν 1. πυρομαχικά πολεμικού ή κυνηγετικού όπλου, που περιλαμβάνει, σε ενιαίο σύνολο, βλήμα και προωθητική γόμωση, εγκλεισμένα σε περίβλημα ή σε κάλυκα εφοδιασμένον με εμπύρευμα 2. (ηλεκτρολ. τεχνολ.) ανταλλακτικό στοιχείο αποζεύκτη κυκλώματος… … Dictionary of Greek
φυσιγγιστής — ὁ, Α [φῦσιγξ] αυτός που παίζει πλαγίαυλο … Dictionary of Greek
φυσιγγούμαι — όομαι, Α [φῦσιγξ, φύσιγγος] ερεθίζομαι τρώγοντας κεφάλια σκόρδου … Dictionary of Greek
φύσιγγα — η / φῡσιγξ, ιγγος, ΝΑ νεοελλ. (φαρμ.) σωληνίσκος με τοίχωμα από λεπτό γυαλί, που λεπτύνεται στα δύο άκρα και προορίζεται για την υποδοχή και συντήρηση φαρμάκου υπό μορφή διαλύματος ή σκόνης, για παρεντερική συνήθως χρήση αρχ. 1. κύστη στο δέρμα ή … Dictionary of Greek
ωλίγγη — και ὠλιγγία, ἡ, Α 1. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ἀκαριαῑον, ἐλάχιστον» 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) α) τάση για ύπνο, νύστα β) ρυτίδα τών βλεφάρων γ) «πνοὴ καὶ σκιὰ καὶ ἀκαρὲς πνεῡμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο οι ποικίλες σημ. τής λ. όσο … Dictionary of Greek