φῡλετικός

φῡλετικός

φῡλετικός, dem φυλέτης gehörig, eigen, ihn betreffend; δικαστήρια, δίκαι, Plat. Legg. VI, 768 c XI, 915 c; φυλετικὴ ἐκκλησία, comitia tributa, D. Hal. 7, 59; ψηφοφορία 9, 41.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυλετικός — ή, ό / φυλετικός, ή, όν, ΝΑ [φυλέτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ τών φυλών, τών εθνοτήτων (α. «φυλετικό μίσος» β. «φυλετικές συγκρούσεις στην περιοχή») 2. αυτός που αφορά το φύλο, σεξουαλικός 3. φρ. α) «φυλετικά κύτταρα»… …   Dictionary of Greek

  • φυλετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλή, που είναι της φυλής, ο εμφύλιος: Φυλετικός πόλεμος. 2. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ των φυλών ή εθνών, ο εθνικός: Φυλετικές διακρίσεις υπάρχουν σε ορισμένα κράτη. – Φυλετικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλετικός — φῡλετικός , φυλετικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμαζονίδες — Φυλετικός τύπος που, εκτός από την τεράστια λεκάνη του Αμαζονίου, είναι διαδεδομένος σε μεγάλο μέρος της λεκάνης του Ορινόκο, κατά μήκος της βορειοατλαντικής ακτής της Βραζιλίας και της Γουιάνας και στα Ν κατά μήκος του άνω ρου του Παραγουάη. Οι… …   Dictionary of Greek

  • διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… …   Dictionary of Greek

  • φυλετικά — φῡλετικά , φυλετικός of neut nom/voc/acc pl φῡλετικά̱ , φυλετικός of fem nom/voc/acc dual φῡλετικά̱ , φυλετικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МОНОФИЛИЯ — [φυλη (τилэ) племя; (φυλετικός (τилетикос) племенной] происхождение определенной гр. организмов (отдела, класса, порядка, семейства и т. п.) от одного общего… …   Геологическая энциклопедия

  • РЯД ФИЛЕТИЧЕСКИЙ — [φυλετικος (τилетикос) родовой, племенной] совокупность форм, являющихся непосредственными потомками какой либо данной формы, приведенная в порядке их возникновения. Р. ф. устанавливается на… …   Геологическая энциклопедия

  • άπαρτχαϊντ — (apartheid). Η πολιτική των φυλετικών διακρίσεων και του συστηματικού διαχωρισμού της λευκής μειονότητας από τον υπόλοιπο –μαύρο κυρίως– πληθυσμό, που εφαρμόστηκε στη Νότια Αφρική (σημ. Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία). Η λέξη απαρτχάιντ στα αφρικάανς …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • θηλύτητα — η (ΑΜ θηλύτης) [θήλυς] 1. γυναικείος τρόπος, γυναικεία λεπτότητα 2. η θηλυπρέπεια νεοελλ. η ικανότητα τού θήλεος να προκαλεί το ερωτικό πάθος αρχ. 1. φύση γυναικεία 2. ο φυλετικός χαρακτήρας τού θηλυκού γένους 3. φρ. «ἡ θηλύτης τοῡ κάλλους» η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”