- φῡκιόεις
φῡκιόεις, όεσσα, όεν, 1) voll Tang, Meergras, Il. 23, 692. – 2) geschminkt, gefärbt, Theocr. 21, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φῡκιόεις, όεσσα, όεν, 1) voll Tang, Meergras, Il. 23, 692. – 2) geschminkt, gefärbt, Theocr. 21, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυκιόεις — εσσα, εν, Α καλυμμένος με φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. ι όεις (βλ. λ. όεις) αντί τού αναμενόμενου *φυκ όεις για μετρικούς λόγους (πρβλ. τειχ ιόεις*: τεῖχος, τερμ ιόεις*: πιθ. τέρμα] … Dictionary of Greek
φυκιοέσσας — φῡκιοέσσᾱς , φυκιόεις full of seaweed fem acc pl φῡκιοέσσᾱς , φυκιόεις full of seaweed fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκιόεν — φῡκιόεν , φυκιόεις full of seaweed masc voc sg φῡκιόεν , φυκιόεις full of seaweed neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκιόεντα — φῡκιόεντα , φυκιόεις full of seaweed neut nom/voc/acc pl φῡκιόεντα , φυκιόεις full of seaweed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκιώδης — ῶδες, Α [φυκίον / φύκιον] καλυμμένος με φύκη, φυκιόεις* … Dictionary of Greek
φυκιόεντας — φῡκιόεντας , φυκιόεις full of seaweed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκιόεντι — φῡκιόεντι , φυκιόεις full of seaweed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκιόεσσαν — φῡκιόεσσαν , φυκιόεις full of seaweed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)