προ-επι-λογίζομαι

προ-επι-λογίζομαι

προ-επι-λογίζομαι, dep. med., vorher überrechnen, überlegen; S. Emp. adv. rhett. 110; Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προίκα — η / προίξ, ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια τής νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο αρχ. 1. δώρο, χάρισμα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῑκα α) δωρεάν, ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”