- φῡσᾱτήριον
φῡσᾱτήριον, τό, dor. statt φυσητήριον, Blasinstrument, Ar. Lys. 1242.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φῡσᾱτήριον, τό, dor. statt φυσητήριον, Blasinstrument, Ar. Lys. 1242.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυσατήριον — τὸ, Α βλ. φυσητήριον … Dictionary of Greek
φυσητήριον — και δωρ. τ. φυσατήριον, τὸ, Α 1. πνευστό μουσικό όργανο 2. φυσαλλίδα 3. αναπνοή 4. κλίβανος, φούρνος με φυσερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσῶ + κατάλ. τήριον*] … Dictionary of Greek