- φῡσίγγη
φῡσίγγη, ἡ, = φῦσιγξ, s. Lob. parall. 145.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φῡσίγγη, ἡ, = φῦσιγξ, s. Lob. parall. 145.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυσίγγη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσίγγη — η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) στρ. 1. σακουλάκι με πυρίτιδα για το γέμισμα τών παλαιών πυροβόλων 2. βλήμα πυροβόλου, κάλυκας με το γέμισμα και τη βολίδα αρχ. η φῦσιγξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. φῦσιγξ, κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε η] … Dictionary of Greek
φυσίγγιο — το, Ν 1. πυρομαχικά πολεμικού ή κυνηγετικού όπλου, που περιλαμβάνει, σε ενιαίο σύνολο, βλήμα και προωθητική γόμωση, εγκλεισμένα σε περίβλημα ή σε κάλυκα εφοδιασμένον με εμπύρευμα 2. (ηλεκτρολ. τεχνολ.) ανταλλακτικό στοιχείο αποζεύκτη κυκλώματος… … Dictionary of Greek
φυσιγγοδόχη — η, Ν στρ. θήκη με τις φυσίγγες για τη βολή πυροβολικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσίγγη + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
φυσιγγοθήκη — η, Ν στρ. θήκη για φυσίγγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσίγγη + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
ωλίγγη — και ὠλιγγία, ἡ, Α 1. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ἀκαριαῑον, ἐλάχιστον» 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) α) τάση για ύπνο, νύστα β) ρυτίδα τών βλεφάρων γ) «πνοὴ καὶ σκιὰ καὶ ἀκαρὲς πνεῡμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο οι ποικίλες σημ. τής λ. όσο … Dictionary of Greek