- φῡσητήριον
φῡσητήριον, τό, 1) Blasebalg, Fächer, um Feuer anzufachen. – 2) Blasinstrument, s. φυσατήριον. – 3) Luftloch, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φῡσητήριον, τό, 1) Blasebalg, Fächer, um Feuer anzufachen. – 2) Blasinstrument, s. φυσατήριον. – 3) Luftloch, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυσητήριον — και δωρ. τ. φυσατήριον, τὸ, Α 1. πνευστό μουσικό όργανο 2. φυσαλλίδα 3. αναπνοή 4. κλίβανος, φούρνος με φυσερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσῶ + κατάλ. τήριον*] … Dictionary of Greek
φυσητηρίῳ — φυσητήριον wind instrument neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσητήρια — φυσητήριον wind instrument neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσατήριον — τὸ, Α βλ. φυσητήριον … Dictionary of Greek