φυσασμός — ὁ, Α το φύσημα, το να βγάζει κανείς περιορισμένη ποσότητα αέρα κατά την εκπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. *φυσάζω] … Dictionary of Greek
φυσασμοῦ — φυσασμός blowing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)