- φῶτιγξ
φῶτιγξ, ιγγος, ἡ, eine Art Querpfeife; Eust. zu Il. 18, 494; Plut. sol. an. 3; Ath. 175 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φῶτιγξ, ιγγος, ἡ, eine Art Querpfeife; Eust. zu Il. 18, 494; Plut. sol. an. 3; Ath. 175 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φώτιγξ — ώτιγγος, ἡ, ΜΑ (στους Αιγυπτίους) είδος πλαγιαύλου που πιστευόταν ότι επινοήθηκε από τον Όσιρι, έναν από τους σημαντικότερους θεούς τής αρχαίας Αιγύπτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., πιθ. δάνεια, η οποία εμφανίζει το επίθημα ιγξ το οποίο απαντά… … Dictionary of Greek
φωτίγγιον — τὸ, ΜΑ [φῶτιγξ, φώτιγγος] 1. υποκορ. τού φῶτιγξ* 2. (κατά τον Ζωναρ.) «ὄρνεον» … Dictionary of Greek
PHOTINX — Graece φωτὶγξ, genus tibiae, quae πλαγίαυλος dicebatur: πλαγιαύλης et φωτιγγίςτης idem. Latine Plagiaula; quô pactô legendum in Gloss. cap. de Spectac. ubi corrupte scriptum Plagiola, φοτωγίςτη, pro φωτιγγίςτης. Alexandrinum fuisse inventum, e… … Hofmann J. Lexicon universale
PLAGIAULA — in Glossis MS. yaraules, hydraula, fotinestes, plagiaula, apud Salmas. qui legi vult, ὑδραύλης, hydraula: φωτιγγίςτης, plagiaula. Φώτιγξ enim tibiae genus, quae πλαγίαυλος dicebatur, unde πλαγιαύλης et φωτιγγίςτης idem. Servius Graecorum… … Hofmann J. Lexicon universale
φωτιγγιστής — ὁ, ΜΑ αυτός που παίζει τη φώτιγγα, αυλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῶτιγξ, φώτιγγος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φωτιγγίζω] … Dictionary of Greek