- φώγνῡμι
φώγνῡμι, und φωγνύω, = φώγω, nach E. M. bithynisch, durch φρύγω erkl., wie Bachm. Anecd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φώγνῡμι, und φωγνύω, = φώγω, nach E. M. bithynisch, durch φρύγω erkl., wie Bachm. Anecd.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φώγνυμι — και φωγνύω Α βλ. φώγω … Dictionary of Greek
προφώγνυμι — Α ξεροψήνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φώγνυμι «ξηραίνω στη φωτιά, ψήνω»] … Dictionary of Greek
φώγω — ΜΑ, και φῴζω και φώγνυμι και φωγνύω Α ψήνω ή ξηραίνω στη φωτιά ή στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με μορφολογική ποικιλία ως προς το επίθημα. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το ρ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *bhō g τής ΙΕ ρίζας *bhē… … Dictionary of Greek