φώγανον, τό, Gefäß zum Rösten, Poll. 10, 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φώγανον — τὸ, Α σκεύος για ψήσιμο κριθαριού, φρύγετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώγω + επίθημα ανον (πρβλ. τρύπ ανον, φρύγ ανον)] … Dictionary of Greek
φωγάνῳ — φώγανον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)