- φᾱνός [2]
φᾱνός, ὁ, Leuchte, Licht, Fackel; Ar. Lys. 308; Ep. ad. 24 (XII, 116); Schol. Hephaest. p. 2. S. auch πανός u. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φᾱνός, ὁ, Leuchte, Licht, Fackel; Ar. Lys. 308; Ep. ad. 24 (XII, 116); Schol. Hephaest. p. 2. S. auch πανός u. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Φανός — shining masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φᾶνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανός — I Το μεγαλύτερο νησί της συστάδας των Οθωνών. Bλ. λ. Οθωνοί. II Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 375), στην επαρχία Παιονίας του… … Dictionary of Greek
φανός — φᾱνός , φανός 1 shining masc nom sg φᾱνός , φανός 2 shining masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανός — ο 1. υαλόφραχτο σκεύος μέσα στο οποίο υπάρχει λυχνία, κερί ή άλλου είδους φως, το φανάρι. 2. φάρος σε λιμάνι. 3. η φωτιά που ανάβεται το βράδυ της 23ης Ιουνίου, παραμονή της γιορτής του Αϊ Γιάννη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φανοῖς — Φανός shining masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανοί — Φανός shining masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανοῦ — Φανός shining masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανούς — Φανός shining masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανῶ — Φανός shining masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανῷ — Φανός shining masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)