- φώσσων
φώσσων, ωνος, ὁ, auch φώσων geschr., grobe Leinwand, grobes, leinenes Kleid, Cratin. bei Poll. 6, 18, bes. Segeltuch, – ein ägyptisches Wort, Poll. 7, 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φώσσων, ωνος, ὁ, auch φώσων geschr., grobe Leinwand, grobes, leinenes Kleid, Cratin. bei Poll. 6, 18, bes. Segeltuch, – ein ägyptisches Wort, Poll. 7, 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φώσσων — φώσσω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιφωσώνιον — ἡμιφωσώνιον, τὸ (Α) είδος λινού φορέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φωσ(σ)ώνιον (< φώσσων «λινό ρούχο»)] … Dictionary of Greek
φωσωνίδα — και λόγιος τ. φωσσωνίς, ίδος, η, Ν ναυτ. το πάνω από τη δολωνίδα τετράγωνο ιστίο τού επιδρόμου, κν. μπέλμπερης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώσων / φώσσων + κατάλ. ίς / ίδα (πρβλ. πινακ ίδα). Ο λόγιος τ. φωσωνίς μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
φωσωνίτης — ο, Ν ναυτ. (στα ιστιοφόρα) ο ναύτης που είναι επιφορτισμένος με τον χειρισμό τού φώσωνα, κν. παπαφιγκιέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώσων / φώσσων + κατάλ. ίτης*. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. φωσωνῖται, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
φωσώνιο — Bλ. λ. γολέτα. * * * και φωσσώνιο, το / φωσσώνιον ἡ φωσώνιον, ΝΑ [φώσσων / φώσων] νεοελλ. ναυτ. το πάνω από το δολώνιο τετράγωνο ιστίο τού ακάτιου ιστού, κν. πλωριός παπαφίγκος αρχ. λινό προσόψιο ή πετσέτα μπάνιου … Dictionary of Greek
φώσσωνας — ο / φώσσων, ωνος, ΝΜΑ βλ. φώσωνας … Dictionary of Greek
φώσωνας — και φώσσωνας, ο / φώσσων ή φώσων, ωνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. φώσων Ν νεοελλ. ναυτ. το πάνω από τον δόλωνα τετράγωνο ιστίο, που φέρει σταυρωτές κεραίες, κν. παπαφίγκος μσν. αρχ. ιστίο πλοίου αρχ. (στους Αιγυπτίους) χιτώνας από χονδρό λινό ύφασμα.… … Dictionary of Greek