- φᾱρίον
φᾱρίον, τό, dim. von φᾶρος (?). Aber φάριον erkl. Poll. 7, 67 ὁ ἐρεοῦς κεκρύφαλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φᾱρίον, τό, dim. von φᾶρος (?). Aber φάριον erkl. Poll. 7, 67 ὁ ἐρεοῦς κεκρύφαλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φάριον — neut nom/voc/acc sg φαράω plough imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) φαράω plough imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρίον — και φαρίν, τὸ, Μ βλ. φαρί … Dictionary of Greek
φαρίοις — φάριον neut dat pl φαράω plough pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρίου — φάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρίων — φάριον neut gen pl φάρος a large piece of cloth neut gen pl (doric) φᾶρος a large piece of cloth neut gen pl (doric) φᾱρίων , φᾶρος a large piece of cloth neut gen pl (doric) φαράω plough pres part act masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρίῳ — φάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
фарь — м. породистый конь, скакун , стар., др. русск. (Дан. Зат., Ипатьевск. летоп., Девгениево деяние), фарисъ – то же (Нестор Искандер), фарыжъ – то же. Последняя форма – через польск. fаrуs от ср. в. н. vârîs конь , напротив, фарь, фарисъ, вероятно … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
φάριο — το / φάριον, ΝΑ [φᾱρος] νεοελλ. (για ευζώνους) φέσι αρχ. μάλλινος κεφαλόδεσμος … Dictionary of Greek
φάριτζα — ἡ, Μ θηλ. τού φαρίον … Dictionary of Greek
φαρί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μορονίου. * * * το / φαρίν, ΝΜ, και φαρίον Μ άλογο, ιδίως το κατάλληλο για ιππασία ή για πόλεμο («οι καβαλλάροι μάχουνται, και τα … Dictionary of Greek