- φαῦσις
φαῦσις, ἡ, 1) Schein, Licht, Glanz. – 2) = φάσις, Erscheinung, Sp. – 3) ein durch Lichter, durch Fackeln gegebenes Zeichen, ein Signalfeuer, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαῦσις, ἡ, 1) Schein, Licht, Glanz. – 2) = φάσις, Erscheinung, Sp. – 3) ein durch Lichter, durch Fackeln gegebenes Zeichen, ein Signalfeuer, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαῦσις — lighting fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαύσις — αύσεως, ἡ, ΜΑ 1. φως, λάμψη 2. φωτισμός («ἀντὶ γὰρ τοῡ φωτισμοῡ τὴν φαῡσιν εἴρηκε», Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰF < ΙΕ ρίζα *bhә2 w «λάμπω, φωτίζω» (βλ. λ. φως) + κατάλ. σις] … Dictionary of Greek
φαῦσιν — φαῦσις lighting fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαύσεσι — φαῦσις lighting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαύσεσιν — φαῦσις lighting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαύσει — φαύζω aor subj act 3rd sg (epic) φαύζω fut ind mid 2nd sg φαύζω fut ind act 3rd sg φαῦσις lighting fem nom/voc/acc dual (attic epic) φαύσεϊ , φαῦσις lighting fem dat sg (epic) φαῦσις lighting fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαύσεις — φαύζω aor subj act 2nd sg (epic) φαύζω fut ind act 2nd sg φαῦσις lighting fem nom/voc pl (attic epic) φαῦσις lighting fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόφαυσις — αύσεως, ἡ, Α μικρή δίοδος, στενό άνοιγμα («διέκπλοον δὲ ὑπόφαυσιν κατέλιπον τῶν πεντηκοντέρων», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φαῦσις «φως, φωτισμός»] … Dictionary of Greek
φαύσεων — φαύσεω̆ν , φαῦσις lighting fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαύσεως — φαύσεω̆ς , φαῦσις lighting fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)