- φίλ-οινος
φίλ-οινος, den Wein, den Trunk liebend; Plat. Rep. V, 475 a; Leon. Tar. 87 (VII, 455); Plut. oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-οινος, den Wein, den Trunk liebend; Plat. Rep. V, 475 a; Leon. Tar. 87 (VII, 455); Plut. oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φερέοινος — ον, Α αυτός που παράγει κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + οἶνος (πρβλ. μίσ οινος, φίλ οινος)] … Dictionary of Greek
μίσοινος — μίσοινος, ον (Α) αυτός που αποστρέφεται το κρασί, την οινοποσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + οἶνος (πρβλ. φίλ οινος)] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
καλλιοινία — καλλιοινία, ἡ (Μ) η καλή ποιότητα τού κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + οινία (< οινος < οἶνος), πρβλ. ηδυ οινία, φιλ οινία] … Dictionary of Greek
φιλάκρατος — και ιων. τ. φιλάκρητος, ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει ο άκρατος οίνος, το ανόθευτο κρασί 2. (γενικά) οινοπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄκρατος (ενν. οἶνος) «ανέρωτο κρασί»] … Dictionary of Greek
πολυετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.) νεοελλ. φρ. α) «πολυετές φυτό» βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια β) «ποώδη πολυετή φυτά» φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη… … Dictionary of Greek
φίλοινος — ον, Α αυτός που τού αρέσει το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἶνος] … Dictionary of Greek
φιλόλογος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Ιησού, τον οποίο αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή του (στ 15). Κατά την παράδοση, χειροτονήθηκε επίσκοπος της Σινώπης του Πόντου από τον απόστολο… … Dictionary of Greek
φιλόοινος — ον, Α (ποιητ. τ.) φίλοινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἶνος «κρασί»] … Dictionary of Greek