- φίλ-οιφος
φίλ-οιφος, Hurerei, Liederlichkeit liebend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-οιφος, Hurerei, Liederlichkeit liebend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόροιφος — κόροιφος, ον (δ. γρφ. κόρυφος) (Α) αυτός που διαφθείρει τα κορίτσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + οιφος (< οἴφω «συνουσιάζομαι»), πρβλ. φίλ οιφος] … Dictionary of Greek