- φίλ-ορνις
φίλ-ορνις, ῑϑος, den Vogel, die Vögel liebend; πέτρα Aesch. Eum. 23; ϑεός Plut. Num. 4; od. den Vögeln lieb, von ihnen besucht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-ορνις, ῑϑος, den Vogel, die Vögel liebend; πέτρα Aesch. Eum. 23; ϑεός Plut. Num. 4; od. den Vögeln lieb, von ihnen besucht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλορνις — όρνιθος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που αγαπά τα πουλιά 2. αυτός που είναι αγαπητός στα πουλιά («ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρνις, ιθος «πουλί, πετεινός» (πρβλ. πολύ ορνις)] … Dictionary of Greek