φίλ-οπλος, Waffen, Krieg liebend, Dioscor. 20 (XI, 195).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύοπλος — ον, Α αυτός που έχει πολλά όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οπλος (< όπλον), πρβλ. ά οπλος, φίλ οπλος] … Dictionary of Greek
φίλοπλος — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά τα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. χαλκέ οπλος] … Dictionary of Greek