- φίλ-ερις
φίλ-ερις, ιδος, zankliebend, streitsüchtig; Arist. soph. el. 11; Axionic. bei Ath. VI, 240 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-ερις, ιδος, zankliebend, streitsüchtig; Arist. soph. el. 11; Axionic. bei Ath. VI, 240 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλερις — ι, ΝΑ (λόγιος τ.) εριστικός, φιλόνικος, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔρις «διένεξη, διχόνοια» (πρβλ. δύσ ερις)] … Dictionary of Greek