- φίλ-αρχος
φίλ-αρχος, die Herrschaft liebend, herrschsüchtig; καὶ φιλότιμος Plat. Phaed. 82 c, wie Rep. VIII, 549 a; φιλαρχότατος Pol. 6, 48, 8; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φίλ-αρχος, die Herrschaft liebend, herrschsüchtig; καὶ φιλότιμος Plat. Phaed. 82 c, wie Rep. VIII, 549 a; φιλαρχότατος Pol. 6, 48, 8; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισαρχία — μισαρχία, ἡ (Α) (για τους Ιουδαίους) μίσος για την εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + αρχία μέσω ενός αμάρτυρου *μίσαρχος (< μισῶ* + αρχος*), πρβλ. φιλ αρχία] … Dictionary of Greek
φίλαρχος — η, ο / φίλαρχος, ον, ΝΜΑ αυτός που κατέχεται από πάθος για εξουσία, αυτός που επιδιώκει με κάθε μέσο την αρχή, την εξουσία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλαρχον η φιλαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αρχος*] … Dictionary of Greek