- φέλα
φέλα,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέλα,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φελώ — φελῶ, άω, ΝΜ 1. (μτβ.) ωφελώ κάποιον 2. (αμτβ.) είμαι χρήσιμος, έχω αξία (α. «ήτο δειλό κι ακάτεχο, στ άρματα δεν εφέλα», Ερωτόκρ. β. «καὶ μάθε τὰ γραμματικά, ἂν θέλῃς νὰ φελέσῃς», Πρόδρ.) νεοελλ. παροιμ. «όπου φελά, παντού φελά» δηλώνει ότι ο… … Dictionary of Greek
φελώ — (ε)φέλεσα (δημ. τύπος του ωφελώ) 1. μτβ. και αμτβ., ωφελώ: Δεν έβρισκε πράμα να τη φελέσει (Ερωτόκριτος). 2. αμτβ., έχω αξία, αξίζω: Όπου φελά, παντού φελά (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… … Dictionary of Greek