- φέγγω
φέγγω, wie φάω, φαίνω, 1) intrans., scheinen, leuchten, glänzen, Ap. Rh. 4, 1714. – 2) trans., erleuchten, erhellen, Sp.; pass., φλογί, Ar. Ran. 344.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέγγω, wie φάω, φαίνω, 1) intrans., scheinen, leuchten, glänzen, Ap. Rh. 4, 1714. – 2) trans., erleuchten, erhellen, Sp.; pass., φλογί, Ar. Ran. 344.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέγγω — φέγγω, έφεξα βλ. πίν. 21 (και ως απρόσ. φέγγει) Σημειώσεις: φέγγω : συνήθως ως απρόσωπο, με την έννοια → ξημερώνει ή φωτίζει, μπορεί όμως να έχει και την έννοια → είμαι υπερβολικά αδυνατισμένος (π.χ. έφεξε το πρόσωπο του από τον πυρετό). Στη… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φέγγω — make bright pres subj act 1st sg φέγγω make bright pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέγγω — ΝΜΑ 1. (μτβ.) ρίχνω φως πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω (α. «το βραδινό μας το λυχνάρι / που θα μάς φέγγει μέσ στο σπίτι», Παλαμ. β. «φλογὶ φέγγεται λειμών», Αριστοτ.) 2. (αμτβ.) εκπέμπω φως, λάμπω (α. «φέγγει τό πρόσωπό του από χαρά» β. «ὁ… … Dictionary of Greek
φέγγω — έφεξα 1. μτβ. με γεν., ρίχνω φως σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω: Φέξε μου να δω. 2. αμτβ., εκπέμπω φως, είμαι φωτεινός, λάμπω: Δε φέγγει καθόλου αυτό το φανάρι. 3. είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής, φεγγρίζω: Η μπλούζα της είναι αραχνοΰφαντη και φέγγει.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεγγόμενον — φέγγω make bright pres part mp masc acc sg φέγγω make bright pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέγγου — φέγγω make bright pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) φέγγω make bright imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέγγουσι — φέγγω make bright pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φέγγω make bright pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέγγουσιν — φέγγω make bright pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φέγγω make bright pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχνοφέγγω — φέγγω αμυδρά … Dictionary of Greek
θαμποφέγγω — φέγγω θαμπά, τρεμοσβήνω … Dictionary of Greek
λαμπίζω — φέγγω αχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λάμπω] … Dictionary of Greek