- φέρτιστος
φέρτιστος, = φέρτατος, Pind. frg. 92, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέρτιστος, = φέρτατος, Pind. frg. 92, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέρτιστος — ίοτη, ον, Α βλ. φέριστος … Dictionary of Greek
φέριστος — και φέρτιστος, ίστη, ον, Α φέρτατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φέρ ιστος έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *bher τού ρ. φέρω* με την κατάλ. ιστος τού υπερθετικού βαθμού (πρβλ. μέγ ιστος) και αντιστοιχεί, ως προς τον τρόπο σχηματισμού, με έναν αβεστ. τ. κλητικής… … Dictionary of Greek