φοῖτος

φοῖτος

φοῖτος, , das öftere, wiederholte Gehen, Kommen, das Herumirren, Herumschweifen, Umherschwärmen. – Uebertr., Wahnsinn, Raserei, Wuth, Aesch. σὺν φοίτῳ φρενῶν Spt. 643; auch bacchischer Wahnsinn, Schol. Ap. Rh. 4, 55.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φοῖτος — a repeated going masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοίτος — ὁ, Α 1. το να συχνάζει κανείς κάπου 2. μτφ. παραφροσύνη, τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παρ. τού φοιτῶ] …   Dictionary of Greek

  • φοιτός — ή, όν, Α μτγν. τ. τού φυτός* …   Dictionary of Greek

  • φοῖτον — φοῖτος a repeated going masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημερόφοιτος — ἡμερόφοιτος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται κατά τη διάρκεια τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. αερό φοιτος, νυκτί φοιτος] …   Dictionary of Greek

  • ηνεμόφοιτος — ἠνεμόφοιτος, ον (Α) αυτός που πορεύεται, που έρχεται διά μέσου τού ανέμου («ἠνεμόφοιτος βροντή», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ήνεμος «άνεμος» + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. ομό φοιτος, υγρό φοιτος] …   Dictionary of Greek

  • θεόφοιτος — θεόφοιτος, ον (AM) αυτός που έχει καταληφθεί από θεία μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. από φοιτος, τελειό φοιτος] …   Dictionary of Greek

  • πυρίφοιτος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Περσεφόνης) αυτός που βρίσκεται συχνά ή συνεχώς στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φοιτος (< φοιτώ «συχνάζω»), πρβλ. αερό φοιτος, νυκτί φοιτος] …   Dictionary of Greek

  • νεόφοιτος — νεόφοιτος, ον (Α) 1. αυτός που πρόσφατα άρχισε να συχνάζει κάπου 2. αυτός που μόλις έφτασε κάπου 3. (με παθ. σημ.) αυτός που πατήθηκε για πρώτη φορά («Ἰκάρου ὦ νεόφοιτον ἐς ἠέρα πωτηθέντος... τύμβε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φοιτος… …   Dictionary of Greek

  • νυκτίφοιτος — νυκτίφοιτος, ον (Α) 1. αυτός που περιφέρεται τη νύχτα 2. νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. ορεί φοιτος) …   Dictionary of Greek

  • ομόφοιτος — ὁμόφοιτος, ον (Α) αυτός που πορεύεται μαζί με κάποιον, που συνοδεύει κάποιον, ο συνοδός, ο ακόλουθος («αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. πολύ φοιτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”