- φλᾱμέντας
φλᾱμέντας, ὁ, das lat. flamen, Appian. B. C. 1, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλᾱμέντας, ὁ, das lat. flamen, Appian. B. C. 1, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλαμέντας — φλαμέντᾱς , φλαμέντας flamen masc acc pl φλαμέντᾱς , φλαμέντας flamen masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλαμέντας — ου, ὁ, Α στεφανηφόρος ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flamen «στεφανηφόρος»] … Dictionary of Greek
φλαμήν — ό, πληθ. φλάμονες και φλάμινες και φλαμίνιοι, Α φλαμέντας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flamen «στεφανηφόρος»] … Dictionary of Greek