φλαῦρος

φλαῦρος

φλαῦρος, eigtl. att. statt φαῠλος, aber auch bei Her. die vorherrschende Form, s. Schweigh. zu 1, 120; auch bei Pind. P. 1, 87; – schlecht, gering, nichtsnutzig, garstig u. s. w.; εἴ τι φλαῠρον εἶδες Aesch. Pers. 213; Soph. Ai. 1302; φλαῠρ' ἔπη μυϑούμενος 1141; Ggstz χρηστός Eur. Med. 1103; φλαῠρον οὐδὲν δρᾶν Ar. Lys. 1041; auch φλαῠρον εἰπεῖν τινα, Nubb. 824 Lys. 1044; Ggstz ἀγαϑός Plat. Men. 92 c; Polit. 273 c u. öfter, wie Folgde; οὐδὲν ἂν φλαῠρον εἴποιμι Dem. 24, 127, vgl. 158, u. sonst. – Adv.; φλαύρως ἔχειν, sich schlecht befinden, Her. 3, 129. 6, 135; φλαύρως ἔχειν τὴν τέχνην, in Beziehung auf die Kunst, d. h. die Kunst schlecht verstehen, 3, 130; φλαύρως πρῆξαι τῷ στόλῳ, mit der Flotte Unglück haben, 6, 94; φλαύρως ἀκούειν, wie male audire, in schlechtem Rufe stehen od. gescholten werden, 7, 10, 7; τῶν φλαύρως ἐχόντων Plat. Soph. 228 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φλαῦρος — petty masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλαύρος — α, ον, Α 1. (για πράγμ.) α) ασήμαντος, μηδαμινός β) πρόστυχος, κακός γ) ανωφελής, άχρηστος 2. (για πρόσ.) α) ανάξιος ή ανίκανος για κάτι β) φτωχός στην εμφάνιση γ) ανήθικος, φαύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. της ιων. και αττ. κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • φλαῦρον — φλαῦρος petty masc acc sg φλαῦρος petty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλαῦρα — φλαῦρος petty neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλαῦραι — φλαῦρος petty fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλαῦροι — φλαῦρος petty masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ …   Dictionary of Greek

  • φλαυρότερον — φλαῡρότερον , φλαῦρος petty adverbial comp φλαῡρότερον , φλαῦρος petty masc acc comp sg φλαῡρότερον , φλαῦρος petty neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλαῦρ' — φλαῦρα , φλαῦρος petty neut nom/voc/acc pl φλαῦρε , φλαῦρος petty masc voc sg φλαῦραι , φλαῦρος petty fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλαυροτέρας — φλαῡροτέρᾱς , φλαῦρος petty fem acc comp pl φλαῡροτέρᾱς , φλαῦρος petty fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλαυρότατον — φλαῡρότατον , φλαῦρος petty masc acc superl sg φλαῡρότατον , φλαῦρος petty neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”