φοίβασμα, τό, das Geweissagte, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοίβασμα — άσματος, τὸ, Μ [φοιβάζω] προφητεία, χρησμός … Dictionary of Greek
φοιβασμός — ὁ, Μ [φοιβάζω] φοίβασμα* … Dictionary of Greek