- φλάζω [2]
(φλάζω), Stammwort von παφλάζω, plappern, unverständlich reden, stammeln, ein wenig gebr. Wort, wohl nur VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(φλάζω), Stammwort von παφλάζω, plappern, unverständlich reden, stammeln, ein wenig gebr. Wort, wohl nur VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλάζω — Α σχίζομαι, κομματιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. που απαντά μόνο στον αόρ. β΄ ἔ φλαδ ον και το οποίο, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhl d της ρίζας *bhl ed της λ. φλέδων «φλύαρος» (πρβλ. πιθ. παφλάζω, βλ. και λ.… … Dictionary of Greek
ἔφλαδον — φλάζω% 2 aor ind act 3rd pl φλάζω% 2 aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέδων — όνος, ὁ, ἡ, Α 1. φλύαρος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀλαζών, εὐήθης». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φλέδ ων ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhled «αναβλύζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με οδοντικό d , μορφή τής ρίζας *bhel «φυσώ, φουσκώνω, πρήζομαι,… … Dictionary of Greek
πεφλάζει — Α (κατά τον Ησύχ.) «βράζει». [ΕΤΥΜΟΛ. Αναδιπλασιασμένος ενεστ. τού ρ. φλάω* / φλάζω] … Dictionary of Greek