- προ-μύσσω
προ-μύσσω, att. -ττω, vorweg od. ausschneuzen; Plut. rein. ger. praec. i. A.; τὸν λύχνον, Poll. 2, 72; πρόμυξον, 6, 103, aus comic., = πρόβυσον, s. προβύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-μύσσω, att. -ττω, vorweg od. ausschneuzen; Plut. rein. ger. praec. i. A.; τὸν λύχνον, Poll. 2, 72; πρόμυξον, 6, 103, aus comic., = πρόβυσον, s. προβύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προμύσσω — και αττ. τ. προμύττω Α 1. καθαρίζω, κόβω το φιτίλι τού λυχναριού («λύχνον ἑαυτὸν προμύσσοντα» λυχνάρι τού οποίου το φιτίλι αυτοκαθαρίζεται με εκτίναξη, Ήρων) 2. μτφ. αποσπώ χρήματα από κάποιον με κάθε τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μύσσω «βγάζω τη… … Dictionary of Greek