φλοῖσβος

φλοῖσβος

φλοῖσβος, ό, das Brausen, das rauschende Getöse einer bewegten Masse; bes. das dumpfe Geräusch einer großen Menschenmenge, das Kriegsgetümmel, Il. 5, 322. 469. 10, 416. 20, 377 (in der Od. kommt es nicht vor); später bes. das Getöse des rauschenden, Wellen schlagenden Meeres, πόντου περῶσα φλοῖσβον Aesch. Prom. 794; die Brandung, Lycophr. 379 u. sonst; ἰλυόεις, Schaum, Opp. Hal. 1, 777.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φλοῖσβος — any confused roaring noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοίσβος — ο / φλοῑσβος, ΝΑ ελαφρός ήχος που παράγεται όταν μικρά κύματα χτυπούν στην ακτή νεοελλ. (γενικά) ελαφρός παφλασμός κινούμενου νερού («ο φλοίσβος τού ρυακιού») αρχ. 1. τάραχος, θόρυβος 2. συγκεχυμένος θόρυβος κινούμενου όγκου και, κυρίως, πλήθους… …   Dictionary of Greek

  • φλοίσβος — ο 1. ο θόρυβος της φουσκοθαλασσιάς. 2. ο ήχος που κάνει το κύμα όταν χτυπάει στην ακτή. 3. ελαφρός παφλασμός νερού που κινείται: Ο φλοίσβος του ρυακιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλοῖσβοι — φλοῖσβος any confused roaring noise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοῖσβον — φλοῖσβος any confused roaring noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφλοισβος — η, ο / πολύφλοισβος, ον, ΝΑ (για θάλασσα και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολυτάραχος, θορυβώδης (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ. β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για μέλαθρο ή συμπόσιο) ο… …   Dictionary of Greek

  • υπόφλοισβος — ον, Α αυτός που κάνει ελαφρό φλοίσβο, που παφλάζει ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φλοῖσβος (πρβλ. πολύ φλοισβος)] …   Dictionary of Greek

  • φλοίσβισμα — το, ατος φλοίσβος, το να παράγεται φλοίσβος: Το σιγανό κυματάκι έχει απαλό φλοίσβισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλοίσβω — φλοί̱σβω , φλοῖσβος any confused roaring noise masc nom/voc/acc dual φλοί̱σβω , φλοῖσβος any confused roaring noise masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλασμα — το (AM γέλασμα) [γελώ] 1. το γέλιο 2. εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο περίγελως 3. ο εμπαιγμός, η κοροϊδία νεοελλ. το ξεγέλασμα, η απάτη αρχ. ο φλοίσβος των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα», Αισχ.) …   Dictionary of Greek

  • γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”