φλομίς

φλομίς

φλομίς, ίδος, ἡ, = Folgdm; φλομὶς λυχνῖτις, eine besondere Art, deren Blätter zu Dochten in der Lampe gebraucht wurden, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φλομίς — phlome fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλομίς — (phlomis). Γένος χειλανθών φυτών, που φυτρώνουν στις παραμεσόγειες χώρες και στην εύκρατη Ασία. Είναι πολυετείς πόες με απλά φύλλα και άνθη μεγάλα κοκκινωπά ή κίτρινα. Περλαμβάνει περίπου 80 είδη, ορισμένα από τα οποία φυτρώνουν και στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • φλομίδα — φλομίς phlome fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλομίδες — φλομίς phlome fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασφάκα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 304 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εκάλης. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 29 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σουλίου του νομού… …   Dictionary of Greek

  • λυχνίτις — λυχνῑτις, ιδος, ἡ (Α) 1. το φυτό βαλλωτή 2. το φυτό φλομίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + επίθημα ῖτις (πρβλ. λιμεν ίτις, τοξ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • φλόμος — ο, ΝΜΑ, και σφλόμος και φλώμος Ν, και φλῶμος Μ, και φλόνος και θηλ. φλόμος, ἡ, ΜΑ, και πλόμος Α κοινή σήμερα ονομασία ειδών φυτών τού γένους βερμπάσκο, αλλ. φλομόχορτο νεοελλ. 1. βοτ. κοινή ονομασία ειδών τού γένους φλομίς και ιδίως τού είδους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”